ουραιμία

ουραιμία
(Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που οφείλεται στην κατακράτηση ουρίας και άλλων τοξικών ουσιών στο αίμα, επακόλουθο ανεπάρκειας της νεφρικής λειτουργίας. Είναι δυνατόν να εμφανιστεί κατά τρόπο οξύ ή να δημιουργηθεί σταδιακά ύστερα από οξέα νοσήματα των νεφρών, καταστάσεις σοκ, μεγάλες απώλειες υγρών δια της εντερικής οδού (έμετοι, διάρροιες) ή χρόνιες φλεγμονώδεις νεφροπάθειες (χρόνιες νεφρίτιδες) ή δυσπλασίες των νεφρών (πολυκυστικός νεφρός) ή αλλοιώσεις των αγγείων του νεφρού (κακοήθης υπέρταση). Στη δημιουργία της παθολογικής αυτής κατάστασης συμβάλλουν οι φαινολικές ουσίες που προέρχονται από τις εντερικές ζυμώσεις, η υπασβεστιαιμία ως επακόλουθο κατακράτησης φωσφορικού οξέος και οργανικών οξέων, η αλλοίωση της ανταλλαγής ηλεκτρολυτών. Η συμπτωματολογία της ο. περιλαμβάνει: απίσχνανση και αναιμία, ψυχικές διαταραχές (συχνότερα πρόκειται για απάθεια, υπνηλία και ασθένεια), ανορεξία, ναυτία, έμετοι, διάρροια, ηλεκτροκαρδιογραφικές αλλοιώσεις, καρδιακή ανεπάρκεια και ακόμα αλλοιώσεις των βλεννογόνων και του δέρματος· στο αίμα βρίσκονται υψηλές τιμές ουρίας, ανόργανου φωσφόρου και σχεδόν πάντα δημιουργείται κατάσταση οξέωσης. Η πρόγνωση της ο. εξαρτάται κατά μεγάλο μέρος από τον αιτιολογικό παράγοντα· στις δυσμενείς περιπτώσεις, η κλινική εικόνα καταλήγει σε ουραιμικό κώμα. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ο. είναι πολύπλοκη, αλλά μπορεί να δώσει σημαντικά αποτελέσματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις συνιστάται η χρησιμοποίηση του τεχνητού νεφρού.
* * *
η
ιατρ. σύνολο κλινικών και βιολογικών εκδηλώσεων που σχετίζονται με βαριά νεφρική ανεπάρκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. uremia (< ούρο + -αιμία). Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Λ. Καραλίβανο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ουραιμία — η (ιατρ.), δηλητηρίαση του αίματος από τοξικές ουσίες των ούρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουραιμικός — ή, ό ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουραιμία 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. αυτός που πάσχει από ουραιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουραιμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Θ. Τσικόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • ουραιμιογόνος — ο, θηλ. και α ιατρ. αυτός που προκαλεί ουραιμία («ουραιμιογόνος νεφρίτιδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ουραιμία + γόνος] …   Dictionary of Greek

  • ουραιμικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουραιμία. 2. αυτός που πάσχει από ουραιμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζωθαιμία — Με τον όρο αυτό εννοούμε την αύξηση της ουρίας στο αίμα (και γενικότερα του αζώτου) σε επίπεδα πάνω από το φυσιολογικό, χωρίς όμως ο ασθενής να εκδηλώνει συμπτώματα. Όσο προχωρεί η βλάβη των νεφρών, τόσο αυξάνεται η ουρία του αίματος. Από ένα… …   Dictionary of Greek

  • ανεπάρκεια — Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται όργανο ή ιστός του σώματος που δεν είναι σε θέση να επιτελέσει αποτελεσματικά τη λειτουργία του. Η α. οφείλεται βασικά σε οργανική βλάβη, αλλά είναι δυνατόν να παρουσιαστεί χωρίς την εμφανή πρόκληση οργανικής… …   Dictionary of Greek

  • γαστρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, του βλεννογόνου του στομάχου. Η απλή οξεία γ. είναι αρκετά συχνή και εμφανίζεται μετά τη βρώση ουσιών ποσοτικά και ποιοτικά ερεθιστικών, όπως φάρμακα, οινοπνευματώδη ποτά, καφές, τροφές με άφθονα καρυκεύματα, παγωμένες ή …   Dictionary of Greek

  • δύσπνοια — Αναπνευστική δυσχέρεια που προκαλεί μεταβολή της συχνότητας και αταξία του ρυθμού της αναπνοής. Η δ. μπορεί να είναι καρδιακής (καρδιοπάθειες και οξεία καρδιακή ανεπάρκεια), αναπνευστικής (οξείες και χρόνιες παθήσεις του υπεζωκότα, των βρόγχων,… …   Dictionary of Greek

  • κώμα — Παθολογική κατάσταση κατά την οποία επέρχεται απώλεια της συνείδησης, της εθελουσίας κινητικότητας και της αισθητικότητας, ενώ διατηρούνται οι λειτουργίες του νευροφυτικού συστήματος. Ο ασθενής δεν αντιδρά ακόμη και σε έντονη διέγερση. Το κ.… …   Dictionary of Greek

  • υποθερμία — (Ιατρ.). Η πτώση της θερμοκρασίας του σώματος κάτω από τα φυσιολογικά όρια. Παρατηρείται στην περίοδο της ανάρρωσης από σοβαρές παθήσεις, σε λιμό, στη χολέρα, την έντονη διάρροια των παιδιών, σε πολλών μορφών δηλητηριάσεις, στην ουραιμία, την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”